- μαντήιος
- μαντήιος v. μαντεῖος.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μαντήιος — μαντήϊος, ΐη, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. μαντείος … Dictionary of Greek
μαντείος — μαντεῑος, ον, θηλ. και εία, ιων. τ. μαντήϊος, η, ον (Α) 1. (ποιητ. τ.) μαντικός, προφητικός 2. αυτός που ανήκει στον μάντη ή χρησιμοποιείται από τον μάντη 3. φρ. α) «μαντεῑος ἄναξ» ο Απόλλων β) «μαντεία σποδός» η τέφρα που υπήρχε πάνω στον βωμό… … Dictionary of Greek